Γιάννης Κωνσταντινίδης-08.03.2022
Η δημόσια υγεία είναι ένα συλλογικό αγαθό. Από αυτά που κάποιος μπορεί να απολαμβάνει χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει. Όπως ο καθαρός αέρας ή η γαλάζια θάλασσα. Συνεχίζουμε να τα απολαμβάνουμε ακόμα και όταν εμείς οι ίδιοι δε δίνουμε δεκάρα για την προστασία τους. Αρκεί να κοπιάσουν βέβαια όλοι οι υπόλοιποι. Αρκεί να είναι όλοι οι άλλοι προσεκτικοί, προνοητικοί, φιλότιμοι. Αρκεί να εμβολιαστούν όλοι οι άλλοι, αρκεί να τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα προφύλαξης από έναν ιό όλοι οι άλλοι, και τότε η δημόσια υγεία θα μείνει αλώβητη ακόμα και αν αυτός ο κάποιος, ο λεγόμενος «λαθρεπιβάτης της κοινωνίας» σφυρίζει αδιάφορα χωρίς εμβόλιο και χωρίς μάσκα. Πόσους όμως «λαθρεπιβάτες» αντέχουμε σε μια κοινωνία; Όχι πολλούς, είναι προφανές. Γιατί όταν αυτοί γίνουν πολλοί, η δημόσια υγεία και κάθε άλλο συλλογικό αγαθό γίνεται είδος σε ανεπάρκεια.
Η ελληνική κοινωνία δείχνει να πορεύεται τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας του covid-19 με πολλούς «λαθρεπιβάτες». Το ποσοστό των εμβολιασμένων στον συνολικό πληθυσμό δεν ξεπερνά το 75%, ενώ η τακτική των αλλεπάλληλων self-tests που επιλέχθηκε προκειμένου να οχυρώσει το τείχος του εμβολιασμού αποδεικνύεται διάτρητη, καθώς στην πράξη μεγάλος αριθμός πολιτών –είτε μη εμβολιασμένων, είτε εμβολιασμένων– προχωρούν σε ψευδείς δηλώσεις self-tests προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε χώρους όπου αυτό απαιτείται. Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Abacus έδειξε ότι το 71% των πολιτών θεωρούν ότι μεγάλος αριθμός πολιτών δηλώνουν ψεύτικα ή πλαστά αποτελέσματα self-tests, ενώ μόλις το 26% απάντησαν ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Η αντίληψη για την πραγματικότητα είναι βεβαίως κάτι πολύ διαφορετικό από την ίδια την πραγματικότητα και μια έρευνα κοινής γνώμης δεν μπορεί παρά να καταγράψει την αντίληψη για την πραγματικότητα. Υπό την έννοια αυτή παραμένει πιθανό ότι η χρήση των self-tests στη χώρα μας γίνεται υποδειγματικά, πλην όμως η αντίληψη ότι η πλειονότητα του πληθυσμού δεν ακολουθεί τους κανόνες δημιουργεί τα κίνητρα της «λαθρεπιβίβασης». Αν πιστεύω ότι όλο και περισσότεροι γύρω μου δεν προσφέρουν στη διατήρηση ενός συλλογικού αγαθού, γιατί εγώ να το κάνω επωμιζόμενος και το δικό τους φορτίο;
Οι κοινωνίες κινδυνεύουν πάντα από τον ωχαδερφισμό των «λαθρεπιβατών», πολύ περισσότερο όταν τα χαμηλά επίπεδα κοινωνικής εμπιστοσύνης προσφέρουν το εύκολο άλλοθι ότι ο διπλανός σου είναι ένας «δυνητικός λαθρεπιβάτης». Πώς αντιμετωπίζεται η επιζήμια στο συλλογικό επίπεδο «λαθρεπιβίβαση» σε μια κοινωνία; Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, προτού εκείνη πετύχει να φτάσει σε υψηλά επίπεδα κοινωνικής εμπιστοσύνης; Με την τήρηση υποχρεωτικών κανόνων. Είναι άραγε η ελληνική κοινωνία έτοιμη να δεχτεί την υποχρεωτικότητα κανόνων προστασίας της δημόσιας υγείας; Η πρόσφατη έρευνα της Abacus σχετικά με τις στάσεις της κοινής γνώμης στο ζήτημα της διαχείρισης της πανδημίας έδειξε ότι περίπου ένας στους πέντε πολίτες διαφωνεί με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για όλους τους εργαζόμενους που έρχονται σε επαφή με το κοινό, ενώ περισσότεροι –ένας στους τρεις– ήταν εκείνοι που διαφώνησαν με την προοπτική θέσπισης αυστηρών ποινών σε όσους αρνητές του εμβολιασμού υποκινούν σε ανυπακοή. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και η προοπτική θέσπισης αυστηρών ποινών για τους αρνητές εμβολιασμού βρίσκουν, ως τοποθετήσεις, μεγάλη απήχηση μεταξύ εκείνων που αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο της «λαθρεπιβίβασης» μέσω των πλαστών self-tests, παρόλα αυτά ακόμα και μεταξύ αυτών, η αυστηρή τήρηση κανόνων δε γίνεται δεκτή από έναν στους έξι πολίτες.
Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να βρίσκεται στον δρόμο για αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως «το απόλυτο αδιέξοδο της κοινωνικής συνύπαρξης». Από τη μία, μεγάλος αριθμός «λαθρεπιβατών» και, από την άλλη, απροθυμία επιβολής αυστηρών κανόνων ακόμα και μεταξύ εκείνων των πολιτών που συνεισφέρουν στην προστασία ενός συλλογικού αγαθού. Η συμβίωση απαιτεί εμπιστοσύνη. Ωσότου όμως η εμπιστοσύνη εδραιωθεί, η θέσπιση και φυσικά η εφαρμογή της τήρησης αυστηρών κανόνων είναι η μόνη επιλογή μιας οργανωμένης κοινωνίας.